- περινοτίζω
- Αυγραίνω ολόγυρα, περιβρέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + νοτίζω «υγραίνω, βρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περινοτιζέσθω — περινοτίζω moisten all round pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινοτίζεται — περινοτίζω moisten all round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινότισις — ίσεως, ἡ, Α [περινοτίζω] το να περιβρέχεται κάτι … Dictionary of Greek